- γλαυκώπης
- γλαυκώπης, ο (Μ)ο γλαυκωπός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + -ώπης < ωψ, ωπός «μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπης, βοώπης κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλαυκώπης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκῶπα — γλαυκώπης masc voc sg γλαυκώπης masc nom sg (epic) γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλαυκῶφ' — γλαυκῶπα , γλαυκώπης masc voc sg γλαυκῶπα , γλαυκώπης masc nom sg (epic) γλαυκῶπαι , γλαυκώπης masc nom/voc pl γλαυκῶπα , γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem acc sg γλαυκῶπι , γλαυκῶπις with gleaming eyes masc/fem dat sg γλαυκῶπι , γλαυκῶπις… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)